Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Μια παιδική ανάμνηση

ΤΑ ΚΑΘ' ΗΡΩ ΚΑΙ ΛΕΑΝΔΡΟΝ

Πές μου το λύχνο, δέσποινα, που είδε κρυφές αγάπες

της νύχτας τον κολυμπητή, που για γαμπρός πρυμίζει

για γάμο πες το σκοτεινό, που δεν είδ' η Αυγούλα,

και τη Σηστό, που της Ηρώς ενυχτογίνη ο γάμος.

Να κολυμπάει το Λέανδρον ακούω και μαζί του

το λύχνο τα μηνύματα να λέει της Αφροδίτης,

τον καλεστή και στολιστή της νυχτοπαντρεμένης

το λύχνο, τ' αναγάλλιασμα των δυών αγαπημένων.

Για τα νυχτέρια του έπρεπε μες στ' άστρα να τον πάρει

ο άγιος θεός και να τον πει "τ' αστέρι των ερώτων"

τι στης αγάπης τους καημούς κι αυτός σύντροφος ήταν

και φύλαξε το μυστικό του γάμου του ακοιμήτου

προτού φυσήξει ο άνεμος την άπονη πνοή του.

Έλα θεά, τραγούδα μου, να πούμε το'να τέλος

του λυχναριού που απόσβησε και του παιδιού που εχάθη.

Αντικρινές γειτόνισσες Σηστός και Άβυδος ήταν

κατάγιαλα. Το τόξο του τάνυσ' επάνω ο Έρως

και μες στις χώρες και τις δυό μιάν τόξεψε σαγίτα

και μια κορασιάν έκαψε και νιό 'να παληκάρι.

Λέανδρο τον ομορφονιό κι Ηρώ την κόρη ελέγαν.

Η Ηρώ στη Σηστόν έμενε, στην Άβυδο ο νιός ήτον.

άστρα κι οι δυό γλυκόφωτα στις δυό μέσα τις χώρες

άστρα πανόμοια. Μόνο εσύ αν τύχει και περάσεις,

ζήτα μου ένα γερόπυργο, που έναν καιρό με λύχνο

στεκόταν και το Λέανδρον η Ηρώ ξεπροβοδούσε

ζήτα τ' ολόβογγο στενό της πρωτινής Αβύδου

ακόμα μπορεί τη θανή να κλαίει του Λεάνδρου!

Μα τώρα πως ο Λέανδρος απο την Άβυδό του

στον πόθον ήρθε της Ηρώς κι αυτή στον πόθο εδέθη;

Ήτον πεντάμορφη η Ηρώ κι ήτο βασιλοπούλα,

και κορασιά λειτούργισσα της Αφροδίτης ήτον

και σ' έναν πύργο έμενε μακριά των γονικών της,

γειτόνισσα της θάλασσας, άλλη θεά Αφροδίτη.

Απο ντροπή δεν έσμιγε ποτέ μ' άλλες γυναίκες,

ούτ' έστησε χορό όμορφο με τις συνήλικές της,

να λείπει απο την θηλυκή γλωσσοφαγιά και ζήλια

τι είναι για κάλλη κι ομορφιές ζηλιάρες οι γυναίκες.

Συχνά την μεγαλόχαρην εδόξαζε Αφροδίτη

κι έταζε και στον Έρωτα και τον καλοκρατούσε

τι με την μάνα του έτρεμε το φλογερό του τόξο.

Μα πάλι δεν εξέφυγε τα πυροκάλαμά του.

Της Αφροδίτης μια φοράν ήρθε γιορτή μεγάλη

μες στη Σηστό στη χάρη της έκάμναν πανηγύρι

κι απο παντού πιόν έτρεχαν στην άγια μέρα να'θρουν

όσοι τ' αφροστεφάνωτα νησάκια εκατοικούσαν

κι απο την Ήπειρον αυτοί κι απο την Κύπρο εκείνοι

γυναίκα μια δεν έμεινε στο βράχο των Κυθήρων

και στου Λιβάνου ούτε ψυχή τα κορφοβούνια απάνω

κι απο γειτόνους στη γιορτή δεν έλειψε κανένας

απο την Άβυδο κοντά, μήδ' απο τη Φρυγία,

μηδέ και γυναικάρεσκο κανένα παληκάρι.

Θωρείς εκείνοι, όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι

όχι τόσο τα πρόσφορα να πάνε στους αγίους,

όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη.

Και να σου και στην εκκλησιάν η κόρη Ηρώ προβάλλει

κι άστραψε φως η όψη της η τρισχαριτωμένη,

καθώς την λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει

και τα χιονάτα μάγουλα ν' εροδοκοκκινίζαν

σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοιχτο και δίχρο

και θα'λεγες πως ροδωνιά στα μέλη της εφάνη

τι ρόδιζε το χρώμα της και στο περπάτημά της

οι φτέρνες ρόδ' ανέφαιναν της ασπροφόρας κόρης

και μύριες χάρες έτρεχαν απ' όλα της τα μέλη

τι ψέματα είπαν οι παλιοί πως τρείς οι Χάρες είναι

κάθε της μάτι γελαστό κι εκατό χάρες μέσα!

Η Αφροδίτη ταιριαστή λειτούργισσά της ήβρε.

Έτσι ο ανθός της ομορφιάς, το παίνεμα της νιότης,

της Αφροδίτης καλογριά, άλλη Αφροδίτη εφάνη

κι εχώθη στων παληκαριών τες άπραγες καρδιές τους

και ποιός δεν μυριορέγετο γυναίκα να την έχει;

Όπου κινάει στην εκκλησιά την καλοθρεμελιούσαν

καρδιές και μάτια των ανδρών και νους ακολουθούσαν.

Κι ένας μικρός κι ελεύθερος εθαύμαζε κι ελάλει:

"Και μες στην Σπάρτην έκαμα τρείς χρόνους και τρείς μήνες

που πανηγύρι ακούομε των ομορφιών πως είναι,

μα τέτοια νιά δεν έχω δει, δε γνώρισα ποτέ μου.

Καμιάν απο τες Χάριτες η Αφροδίτη θα'χει

να καμαρώνω απόστασα, μα χορτασιά δεν ήβρα.

Καλέ, σα πεθάνω μονομιάς, καθώς την αγκαλιάσω

Μη σώσω κι αν θέλω θεός στον Όλυμπο εγώ να'μαι

γυναίκα μου άμα την Ηρώ την έχω στην αυλή μου.

Μ' αφού δικήν σου καλογριά δεν γίνεται ν' αγγίσω,

Παφίτισσά μου, τέτοια νιά σύντροφο χάρισέ μου".

Αυτά ένας μικρός τα'λεγε κι άλλοθεν άλλος πάλι

εκαρδιοσφάζετο άλαλος απο τες ομορφιές της.

Σύ μόνο, άμοιρε Λέανδρ, τη ζηλεμένη ως είδες,

δεν ήθελες κρυφάγκαθο να σου κεντά τη φτέρνα

και μια που πήρες άξαφνα φωτιά στα φυλλοκάρδια,

χωρίς την παιγνιδόματη δεν ήθελες να ζήσεις.

Με τες ματιές εθέριεψε κι η φλόγα της αγάπης,

κι απο μια λαύρ' ανίκητην επάφλαζε η καρδιά του

τι οι ομορφιές οι ξακουστές κοπέλας παινεμένης

βαθύτερ' απο τ' άρματα πληγώνουν τους ανθρώπους

το μάτι δρόμος γίνεται κι απο τ' ανάβλεμμά της

η σπίθα φεύγει και γλιστρά μες στην καρδιά του ανθρώπου.

Θάμπος εκεί τον έπιασε, ντροπή, αντροπιά, λαχτάρα,

έτρεμε μέσα του η καρδιά και να πιαστεί ντροπή είχε

κι εθάμποωνέ του η ομορφιά, μα συνεπήρ' ο Έρως

τη συστολή κι ολόθαρρος με μιας αποδιαντράπη.

Αχνάρι αχνάρι περπατεί, κατάματά της στέκει,

λοξά θωρεί και δολερά τες κόρες του τες παίζει

με τ' άφωνα γνεψίματα να τήνε ξελογιάσει.

Η νιά πάλι σαν ένιωσε τον πονηρό του πόθο,

πρώτο το πήρε απάνω της κι ύστερ' αγάλια αγάλι

κι αυτή του συχνοκάμμυσε το μάτι παιγνιδάτα,

με τα κρυφά γνεψίματα να του το μολογήσει

και πάλι του ακρογέλασε κι αυτός αναγαλλιάζει

πως ένιωσε τον πόθο του και δεν της κακοφάνη.

Ως τόσον όσ' ο Λέναδρος ζητούσε ώρα κλεφτάτη,

το φέγγος του χαμήλωσε και βούτησεν ο Ήλιος,

και στα ουράνια ανέφανε λαμπρός Αποσπερίτης,

Τότε κοντοσωρεύεται με θάρρος στην κοπέλα

σαν είδε πως αρνίνησε το φως να μολυβιάζει

και πιάνοντας γλυκά γλυκά τα δάχτυλα της κόρης

βαθιά βαθιά αναστέναζε χωρίς μίλημα εκείνη

σαν κακιωμένη απόσπασε το ροδαλό της χέρι.

Ο νιός, ότι κατάλαβε τη ντροπαλή της κλίση,

θαρρε΄τα δράχνει και τραβά τ' ολόπλουμό της ρούχο

και στο ιερό της εκκλησιάς παράμερα την πάγει.

Με στανικό πόδ' η Ηρώ κοντοβαρεί ξοπίσω,

σαν τάχα να μην ήθελε, και κάμνει του Λεάνδρου,

με λόγια κοριτσίστικα για να τον αποπάρει:

"Ξένε, γιατί μωρεύεσαι; γιατί κόρην με σέρνεις

σύρ' άλλον δρόμον κι αφές μου, κακόμοιρε, το ρούχο

πρόσεχε μήπως θυμηθούν οι πρόκριτοι οι γονιοί σμου

Ιέρεια της Παφίτισσας δεν σου περνά να'γγίσεις

για να πειράξεις κορασιάν, είσα μικρός και λίγος".

Με τούτα τον εμάλωσε των κορασιών τα λόγια

μα σαν άκουσ' ο Λέανδρος τα τόσα πείσματά της,

ένιωσε τα καμώματα των κορασιών που θέλουν

γιατί όταν ομορφόπαιδα μαλώνουν οι γυναίκες

φιλιά είναι τα μαλώματα και χάδια είν' οι φοβέρες

Και το λαιμό της φίλησε, το μοσχομυρισμένο

και τέτοιο λόγον είπε της ερωτοπληγωμένος:

"Άλλη Αφροδίτη στη θωρία, άλλη Αθηνά στη γνώση

γιατ' ίσα με του κόσμου εσέ γυναίκες δε σε βάζω

με θυγατέρες μόνο εγώ του Διός συγκρίνω εσέων

χαρά στον όπου σ' έκαμε, χαρά στην που σε γέννα

κι όποια σ' εκοιλοπόνησε, καλή της ώρα, κόρη.

Μόν' άκουσε το λόγο μου, τον πόνο μου στοχάσου.

Της Αφροδίτης ιέρεια, σαν Αφροδίτη κάμε.

Έλα, ευλόγα το γάμο σου, σα θέλει η δέσποινά σου

κοράσι να τη λειτουργά τη θεά Αφρώ δεν πρέπει

δεν καλοβλέπει κορασιές η χάρη της αν θέλεις

να ξέρεις ποιό είναι της θεάς το θέλημα, είν' ο γάμος

κι εσύ τώρ' αν την αγάπης την Αφροδίτη αλήθεια

και την αγάπη αγάπησε, που'ναι γλυκιά σα μέλη

κι ελέησέ με το φτωχό και πάρε με άντρ' αν θέλεις

οπού σου τον ετόξεψε με τ' άρματά του ο Έρως,

σαν ο γοργός επήγ' ο Ερμής με το χρυσό ραβδί του

τον ανδρειωμένων Ηρακλή για σκλάβο της Ομφάλης.

Εδώ δε μ' έφερε ο Ερμής, με πέμπει η Αφροδίτη

και θα΄χεις κάποτε ακουστή τη νιά την Αταλάντη,

που ξέφυγε το Μελανό, τον αγαπητικό της,

κόρη να μείνει μα καθώς πεισμώθη η Αφροδίτη,

κείνον που δεν ποθούσε πριν, απο καρδιάς τον πήρε.

Ακουε και σύ, ω αγάπη μου, τη τη θεα θυμώσεις".

Με τούτα πλάνησε το νού της κόρης άθελά της

τα λόγια αγάπη γέννησαν και πήρε την καρδιά της

Αμίλητα, τα μάτια της έγειρε η κόρη κάτω,

τα μάγουλα, που ντροπαλά κοκκίνιζαν, να κρύψει

κι έξυνε με τ' ακρόχναρο τη γη και ντροπιασμένη

όλα και το χιτώνι της εμάζευε στους ώμους.

Τούτα θα πουν πως άρχισε μια κόρη να συγκλίνει

αγκαλιάν μόνον και φιλί σου τάζει η σιωπή κείνη.

Τώρα και το γλυκόπικρο κεντρί του Πόθου εδέχθη

κι άναψ' η κόρη απο γλυκιά φωτιά μες στην καρδιά της,

και του Λεάνδρου οι ομορφιές την εψυχομαράναν.

Κείνος, όσο την όψη της σκυφτή κατά γης είχε,

τόσο και δεν εχόρταινε με λιγωμένα μάτια

της κόρης το χιονόλαιμο ν' ακριβοκαμαρώνει

ώσπου άνοιξε το στόμα της και γλυκαπηλογήθη

και κοκκινάδι απόσταζε ντροπής το πρόσωπό της.

"Ξένε, εσύ με τα λόγια σου θ' ανάγερνες και πέτρα,

Ποιός σ' έμαθε να λες αυτά τα πλανερά λογάκια;

Ποιός (συμφορά μου) σ' έφερε μες στο δικό μου τόπο;

Μόν όλα τα'πες άδικα τι πώς, καλέ, περάτης,

άνθρωπος ξένος κι άπραχτος μαζί μ' εμέ θα σμίξεις;

Να παντρευτούμε φανερά με γάμο τιμημένο

δεν ημπορούμε να στο πω: δε θέλουν οι γονιοί μου.

Αν πάλι θέλεις στη Σηστό να πολυμπαινοβγαίνεις,

δε δύνεσαι παραχωστά να κρύβεις την αγάπη

του κόσμου η γλώσσα το κακό πάντ' αγαπάει να λέει

κι ό,τι σιγά κάμει κανείς μες στα στενά τ' ακούει.

Μα χάρισέ μου τ' όνομα και τον καλό σου τόπο

μη μου το κρύψεις πως με λέν εμένα Ηρώ το ξεύρεις

Μόνη μου ουρανοκόλλητος και βοερός πύργος είναι

και μέσα εκεί μονόψυχη με μιάν κάθομαι βάγια

περίγιαλα και ξέχωρα κι έχω γειτόνισσά μου

τη θάλασσα όπως ήθελαν οι άσπλαχνοι οι γονιοί μου.

Δε μου είν' εκεί συνήλικες, ουδέ χοροί δεν είναι,

κι ολήμερα κι ολόνυχτα πάντα δονά στ' αυτιά μου

το βογγητό της θάλασσας, της ανεμοδαρμένης".

ΌΣσο και τα'πεν, έκρυψε την όψη στην ποδιά της

τι ξαναντράπη μόνη της και καταγνώνει ό,τι είπε.

Ο Λέανδρος βαρύκαρδος, του πόθου κεντρωμένος,

συλλογισμένος έστεκε πως να την καταφέρει.

Μόν Έρωτας ο πίβουλος τον άνθρωπο πληγώνει

και πάλι ο ίδιος τηνπληγή του ανθρώπου τη γιατρεύει

αυτός νικά κάθε θνητό, μα και το ορμηνεύει

αυτός του παραστάθηκε και τότε του Λεάνδρου

και τέλος αναστέναξε κι έξυπνο λόγον είπε:

"Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ' άγριο κύμα,

κι αν κοχλακίζει απο φωτιά κι αν αναξίδευτό 'ναι

φτάνει κοντά σου να'ρχομαι, να σε σφιχταγκαλιάζω,

κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.

Κάθε βραδί θα φέρνομαι το ταίρι σου βρεμένο,

θα κολυμπάω το γάργαρο το ρέμα του Ελλησπόντου,

γιατί μακρία δεν κάθομαι, στην Άβυδο αντικρύ σου.

Μόν ένα λύχνο δείχνε μου απ' το ψηλό το κάστρο

μες στο σκοτάδι αντίπερα, για να θωρώ και να'μαι

ερωτοκάραβον εγώ και το λυχνάρι σου άστρο.

Και τούτο τ' άστρο άμα τηρώ, τ' άλλα άστρα τι τα θέλω;

Ούτε την Πούλια θα θωρώ, ούτ' Άμαξα θα βλέπω,

όσο να φτάσω στο γλυκό της Αφροδίτης όρμο

μόνο φυλάξου αγάπη μου, τους βαρετούς ανέμους

μήν τόνε σβήσουν και με μιας χάσω κι εγώ τη νιότη,

το λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής το φωτοδότη

Τώρ' αν αλήθεια θες και συ να μάθεις τ' όνομά μου,

τ' όνομά μ' είναι Λέναδρος Ηρώς της κάλλιος άντρας.

Έτσι συβάστηκαν οι δύο να κρυφοπαντρευτούσι

και στην κρυφή τους τη χαρά και στο κρυφό του γάμου

το λύχνο βάλαν μαρτυριά ως βάζει ο κόσμος άστρο

αυτή να του προβάλλει φως κι αυτός να κολυμπήσει

Και σαν αποσυφώνησαν τους ακοιμήτους γάμους,

αθέλητα ξεχώρισαν απο τον ενα ο άλλος

κείνη κατά τον πύργο της και τούτος άμα πήρε,

μην πλανηθεί μεσάνυχτα, του πύργου τα σημάδια,

στην Άβυδον επέρασε την βαθυτειχισμένη.

Μα τες ολόνυχτες χαρές και τα κρυφά εποθούσαν

και να'ρθει η ώρα η νυφική συχνοπαρακαλούσαν.

Τώρα ξαπλώθη της νυχτός το σύμπυκνο σκοτάδι

κι ύπνο στον κόσμο έφερε, μόν όχι του Λεάνδρου

Αυτός μπροστά στη θάλασσα την πολυκυματούσα

απρόσμενε το μήνυμα του γάμου του να φέξει

του λύχνου, του κακόλυχνου τη μαρτυριά εκαρτέρα

και της κρυφής του παντρειάς τον καλεστή απο πέρα!

Οτ' είδε το λιγόφεγγο σκοτείνιασμα της νύχτας,

το λύχνον άναψε η Ηρώ και στ' άναμμά του λύχνου

έφλεξ' ο Έρως την καρδιά του ακράτητου Λεάνδρου.

Έκαιγε ο λύχνος και μαζί κι ο Λέναδρος σωκαιότουν.

Στο παραγιάλι άμ' άκουσε τη λύσσα των κυμάτων

έτρεμε πρώτα, ερήγησε, μα 'πειτα θάρρος πήρε

κι έλεγε της καρδούλας του και την παραμυθούσε.

"Είναι κι η αγάπη φοβερή κι η θάλασσα τρομάρα

μόν' είν' η θάλασσα νερό κι είναι φωτιά η αγάπη!

Πάρε, καρδιά μου, τη φωτιά και το νερό μην τρέμεις

έλα να πάμε στην Ηρώ, τι κύματα ξανοίγεις;

Δεν ξέρεις πως η θεά Αφρώ θαλασσογέννητη είναι

και κυβερνάει τα κύματα και τους δικούς μας πόνους;"

Είπε κι εγδύθη τα λινά απο τ' ακριβά του μέλη

κι αφού τα χέρια του τα δυό τα σφίγγει στο κεφάλι,

κι εκεί που ο λύχνος έλαμπεν, ολόισ' αυτός τραβούσεν

αυτός κουπί, αυτός πανί, αυτός ταχύ καράβι!

Η Ηρώ στον πύργον έστεκε ψηλά φωτοβαστούσε,

κι όποτ' αγέρας έπαιρνε κι αγέρας εφυσούσε,

με την ποδιά συχνόσκεπε το λύχνο, ώσπου στο μώλο

με τα πολλά τα βάσανα ο Λέανδρος εβγήκε.

Στον πύργο τον ανέβασε κι ευθύς απο την πόρτα

τον άντρα της αγκάλιασε χωρίς να του μιλήσει.

Και σαν ακόμ' αφρόσταζε και σαν αγκομαχούσε,

τον πήγε μες στο νυφικό παρεθνοθάλαμό της

και το κορμί του το'λουσε και μοσχομύρισέ τον

με λάδι, με ροδόλαδο και του'σβησε την άρμη.

Ακόμ' ανάσαινε, κι αυτή μες στα βαθιά στρωσίδια

στο ταίρι της εχύθηκε και τουυ περιλαλούσε:

"Αντρούλη μου, είδες κι έπαθες όσα δεν έπαθ' άλλος,

σε φτάνει η ψαρομυρωδιά της θάλασσας της μαύρης.

Εμπρός, τον ίδρο σου άφησε μες στους δικούς μου κόρφους.

Είπε, κι εκείνος άνοιξε της κορασιάς τα στήθη

και της χρυσής Παφίτισσας το θέλημα ν'ε γίνη.

Και γάμος, μονο αχόρευτος, χαρά, μ' ανεύλογη, ήταν!

Την ήρα δεν εδόξασε τραγουδιστής ή ψάλτης,

δεν άστραψε λαμπάδας φως στο νυφικό κρεβάτι

κι ουδέ κανείς δεν έσυρε χορό λυγεροπάτη

το γάμο δεν τραγούδησεν ο κύρης ουδ' η μάνα

μόν έστρωσε το στρώμα της την ώρα της χαράς της

η Σιωπή, κι η Σκοτεινιά την ενυφοστολούσε

και γάμος ήταν, μα χωρίς του γάμου τα τραγούδια.

Η Νύχτα ήταν παράνυμφη και δεν είδ' η Αυγούλα

γαμπρό ποτέ το Λέανδρο στη γνώριμή του κλίνη

γιατί κατά την Άβυδον εξανακολυμπούσε,

σαν μύριζε ο αχόρταγος νυχταγκαλιές ακόμα!

Πάλι η πεντάμορφη η Ηρώ κρυφά απο τους γονιούς της

κοράσι ήταν ολημερίς κι ολυνυχτίς γυναίκα.

Πόσες φορές κι οι δυό 'λεγαν να βασιλέψει ο Ήλιος.

Με τούτα εκρύβαν την πολλήν ανάγκη της αγάπης

κι ενυχτοξημερώνονταν με τα κρυφά παιγνίδια.

Μόνο λιγόμερα έζησαν τα δυό τ' αγαπημένα

δε χάρηκαν το γάμο τους, τον πολυπαθιασμένο.

Σαν ήρθε η βαρυχειμωνιά, σαν ήρθε η μαύρη η ώρα,

που φέρνει τ' αγριόκαιρα και τες ανεμοζάλες,

που τα βαθά και τ' αχαμνά της θάλασσας θεμέλια

χτυπάν τα και φυσομανάν χειμωνικοί οι ανέμοι,

κι όλο τον πόντο δέρνουν τον και τόνε ξαναδέρνουν

που το μαυροκαράβι του στην αμμουδιά ξωσέρνει,

απο μες τ' άπιστα νερά για να γλιτώσει ο ναύτης,

και τότε δεν κράτησε της θάλασσας ο φόβος,

απότολμε σε, Λέανδρε! Παραγγελιά του πύργου,

που σου θυμίζει λαμπερή τον ταχτικό σου γάμο,

το μανιωμένο πέλαγος μην το ψηφάς, προστάζει.

Έπρεπε η άμοιρη η Ηρώ, έπρεπε η δόλια κόρη

μες στο χειμώνα απόμακρα να μείνει του Λεάνδρους

και τ' άστρο το λιγόφωτο να μην το ξανανάψει

Μόν έσπρωξε το χέρι της η μοίρα κι η αγάπη

και του θανάτου ανέφανε λαμπάδα, όχι του γάμου!

Νύχτα ήτον, που οι αέρηδες χειρότερα μανίζουν

και πιο φυσάν και πιο χτυπάν και πιότερο δριμύζουν

κι απάνω στ' ακροθάλασσα μαζί σύγκρατοι πέφτου.

Τότε κι ο Λέανδρος να βρει την ακριβή του νύφη,

με το γιαλό τον άπονο φριχτά χαροπαλεύει.

Τότε πηδούσε το νερό, κύμα στο κύμα εκύλα

κι ο ουρανός κι η θάλασσα τότε γινήκαν ένα

κι απο παντού σηκώθη αχός που μάχονται οι ανέμοι,

ο Εύρος με το Ζέφυρο, με το Βοριάν ο Νότος

και δώσ' του χτύπος άπαυτος της βροντοκυματούσας.

Ο Λέανδρος βαρύπαθος ανάμεσα στο ρέμα

πολλές φορές παρακαλεί τη θαλασσαφροδίτη

πολλές φορές το βασιλιά, που ορίζει τα πελάγη

δεν ξέχασε και το Βοριά, το νιό το διωγματάρη.

Μα δεν εβοήθησε κανείς και δεν έφτασε ο Έρως

να τόνε σώσει απο παντού το φουσκωμένο κύμα

τον έδερνε, τον έπαιρνε, του σύντριβε τα πόδια

και των χεριών του η δύναμη ασάλευτη πιόν ήταν.

Άξαφνα εχύθη και νερό καμπόσο στο λαιμό του,

κι ήπιε ποτόν ανώφελο, ποτόν άρμη γεμάτο,

κι άνεμος έσβησε πικρός τον άπιστο το λύχνο

και την ψυχή κι αγάπη του του θλιβερού Λεάνδρου

Ελείνη όσ' έβλεπε ν' αργεί μ' ολάγρυπνα τα μάτια

έστεκε, κι απ' τες έννιες της σαν κύμα έδερνε ο νούς της.

Ήρθ' η Αυγούλα, μόν η Ηρώ δεν είδε τον καλό της!

και πάντοθ' έριχνε ματιές στης θάλασσας τα πλάτια

μήπως και δει τον άντρα της να παραδέρνει κάπου,

αφότοου ο λύχνος έσβησε. Μόν άμα ομπρός στο μώλο

νεκρό είδε τον στου πύργου της τα βράχια να χτυπιέται,

εξέσκισε το κεντητό χιτώνι της στα στήθη

κι ερρίχτη κατακεφαλής, απο τον όρθιο πύργο

κι απάνω απέθαν' η Ηρώ στον άψυχό της άντρα,

κι απόμειναν αγκαλιαστά τα δυό τα λείψανά τους.

(Μετάφραση: Σιμ. Μενάρδος)



ΜΟΥΣΑΙOΣ



Λείπουν και γι' αυτον, όπως και για τόσους άλλους ποιητές των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, τα βιογραφικά στοιχεία. Ίσως να έζησε στις αρχές του 6ου αι. μ. Χ. Χαρακτηρίζεται σαν "ο ποιητής του τελευταίου ελληνικού έπους", και θεωρείται μιμητής του Νόννου, αλλά που ξεπερνάει το δάσκαλό του σε ειλικρίνεια και στην τέχνη της αφήγησης. Πραγματικά ο Μουσαίος, που λεγόταν και Γραμματικός, με "Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον", το πολύστιχο αφηγηματικό ποιήματα, γίνεται ο σύνδεσμος της λογοτεχνίας του αρχαίου κόσμου της παρακμής με την αφηγηματική πολύστιχη λογοτεχνία των έμμετρων ιπποτικών μυθιστορημάτων των τελευταίων βυζαντινών αιώνων.

Οι αγελάδες στη Σκοτία

΄Ένα αστείο από το κεφάλαιο 181 του βιβλίου
"Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα" του Μάρκ Χάντον:

Τρεις άντρες είναι σ΄ ένα τραίνο. Ο ένας από αυτούς είναι οικονομολόγος, ο άλλος είναι επιστήμονας λογικής και ο τρίτος είναι μαθηματικός. ΄Εχουν μόλις περάσει τα σύνορα προς τη Σκοτία και βλέπουν από το παράθυρο του τρένου μια καφετιά αγελάδα σ΄ έναν αγρό (η αγελάδα στέκεται παράλληλα στο τρένο).
Τότε λέει ο οικονομολόγος: «Για δείτε, οι αγελάδες στη Σκοτία είναι καφετιές».
Και λέει ο επιστήμονας της λογικής: «΄Όχι. Υπάρχουν αγελάδες στη Σκοτία, από τις οποίες μία τουλάχιστον είναι καφετιά».
Και λέει ο μαθηματικός: «΄Όχι, υπάρχει τουλάχιστον μία αγελάδα στη Σκοτία της οποίας η μία πλευρά δίνει την εντύπωση ότι είναι καφετιά».
Κι αυτό είναι αστείο, γιατί οι οικονομολόγοι δεν είναι κανονικοί επιστήμονες και γιατί οι επιστήμονες της λογικής έχουν πιο καθαρή σκέψη, αλλά οι μαθηματικοί είναι οι καλύτεροι.

Αυτά υποστηρίζει ο νεαρός Κρίστοφερ Μπουν, ο οποίος λατρεύει τα μαθηματικά, τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τον Σέρλοκ Χολμς και θέλει να γίνει αστροναύτης.

Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα...

«Οι πρώτοι αριθμοί είναι αυτό που απομένει αφού αφαιρέσεις όλα τα στερεότυπα. Εγώ πιστεύω ότι οι πρώτοι αριθμοί είναι σαν τη ζωή. Είναι πολύ λογικοί αλλά δεν θα μπορούσες ποτέ να επεξεργαστείς τους κανόνες τους, ακόμη κι αν έτρωγες όλο σου τον καιρό να τους σκέφτεσαι». Αυτή δεν είναι η μόνη διαπίστωση σχετικά με τη ζωή και τα μυστήριά της στην οποία καταλήγει ο δεκαπεντάχρονος Κρίστοφερ, ο νεαρός έφηβος με την ιδιόμορφη συμπεριφορά στο βιβλίο του Μάρκ Χάντον «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα». Σε επόμενες σελίδες διαπιστώνει ότι «πολλά πράγματα είναι μυστήρια. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει λύση γι΄ αυτά. Απλώς οι επιστήμονες δεν έχουν βρει ακόμη τη λύση». Η ύπαρξη του Θεού δεν τον αφήνει αδιάφορο: «Οι άνθρωποι πιστεύουν στο Θεό γιατί ο κόσμος είναι πολύ περίπλοκος και γιατί νομίζουν ότι είναι πολύ απίθανο να υπάρχει τυχαία οτιδήποτε τόσο περίπλοκο όσο ένας ιπτάμενος σκίουρος ή το ανθρώπινο μάτι».
Αλλά ας δούμε το βιβλίο στο σύνολό του:

Ο δεκαπεντάχρονος Κρίστοφερ αναλαμβάνει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του να διαλευκάνει τη μυστηριώδη δολοφονία του σκύλου μιας γειτόνισσάς του, της κυρίας Σίαρς. Η αναζήτησή του αυτή θα τον παρασύρει σε μονοπάτια δύσβατα, που οδηγούν στη χαμένη εδώ και δύο χρόνια μητέρα του και θα φέρει στην επιφάνεια κρυμμένα οικογενειακά μυστικά. Η διεισδυτική ματιά του θα τολμήσει να αποκαλύψει την αλήθεια ξεδιαλύνοντας άλλα μυστήρια, αυτά του κόσμου των μεγάλων, περίπλοκα, αναγκάζοντάς τον να βάλει σε δοκιμασία τον ίδιο του τον εαυτό. Αφηγητής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο Κρίστοφερ, ο οποίος στην πορεία μας επιτρέπει μέσα από τη διήγησή του να αντιληφθούμε ότι δεν είναι ένας συνηθισμένος έφηβος. Είναι ένας έφηβος που η κοινωνία μας τον χαρακτηρίζει αυτιστικό. Κάτω από τον χαρακτηρισμό αυτό, τον φοβάται, τον τιμωρεί, τον απομονώνει. Ο Κρίστοφερ ξέρει πολλά για τα μαθηματικά και τη φυσική, αλλά πολύ λίγα για τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι τον μπερδεύουν. Λένε κάποιες φορές πράγματα χωρίς να χρησιμοποιούν καθόλου λέξεις, με γκριμάτσες ή ματιές και συχνά μιλούν χρησιμοποιώντας μεταφορές, ενώ κατά τη γνώμη του Κρίστοφερ η λέξη «μεταφορά» θα έπρεπε να λέγεται «ψέμα». Ο ίδιος δεν μπορεί να πει ψέματα, γι΄ αυτό και ό,τι γράφει μέσα στο βιβλίο είναι αλήθεια. Του αρέσει να φτιάχνει χάρτες και σχεδιαγράμματα, λατρεύει τα αστυνομικά μυθιστορήματα και το κόκκινο χρώμα. Δεν του αρέσει το κίτρινο και το καφέ και δεν αντέχει να τον αγγίζουν. Παρατηρεί τα πάντα και δεν του αρέσουν τα καινούρια μέρη. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους που είναι νωθροί και δεν παρατηρούν ποτέ τίποτε.
Ο κόσμος του Κρίστοφερ γίνεται και δικός μας κόσμος. ΄Ενας κόσμος αυθεντικός και ειλικρινής. Με απλότητα και ευθύτητα ο Κρίστοφερ αποκαλύπτει τις σκέψεις του, όχι μόνο αναφορικά με την υπόθεση που έχει αναλάβει να επιλύσει, αλλά αναφορικά με τους γείτονές του, τους δασκάλους του, τους γονείς του. Οι σκέψεις του είναι δομημένες με τάξη, όπως για παράδειγμα ξεκινώντας από την αλυσίδα των συλλογισμών, οδηγείται στο βασικό ύποπτο. Στο κεφάλαιο 73 περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες του και τι είναι αυτό που τον κάνει διαφορετικό από τους άλλους. Θέλει να γίνει αστροναύτης, το «Σκυλί των Μπάσκερβιλ» είναι το αγαπημένο του βιβλίο και του αρέσει ο Σέρλοκ Χολμς, όχι όμως ο ΄Αρθουρ Κόναν Ντόυλ. Η γλώσσα των μεγάλων ηχεί στα αυτιά του ψεύτικη, καθώς διαπιστώνει ότι «μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν να είναι βλάκες και δε θέλουν να ξέρουν την αλήθεια». Μας λέει για το χρόνο ότι «ο χρόνος είναι ένα μυστήριο. Οπότε αν χαθείς μέσα στο χρόνο, είναι σα να έχεις χαθεί μέσα σε μια έρημο, με τη διαφορά πως αυτή την έρημο δε μπορείς να τη δεις, γιατί δεν είναι πράγμα». Γι΄ αυτό του αρέσουν τα σχεδιαγράμματα, γιατί εξασφαλίζουν ότι δε θα χαθείς μέσα στο χρόνο. Το όνειρό του είναι να πάρει αριστείο στο πανεπιστήμιο. Και ξέρει πως αυτό μπορεί να το κάνει γιατί και στο Λονδίνο πήγε μόνος του και το μυστήριο της δολοφονίας του σκύλου έλυσε μόνος του και βρήκε και τη μητέρα του και φάνηκε πολύ γενναίος. Και όλα αυτά σημαίνουν πως μπορεί να κάνει οτιδήποτε.

΄Ένα βιβλίο βαθιά συγκινητικό, άμεσο, απλό, από την οπτική γωνία της αθωότητας ενός παιδιού, που διηγείται τα αυτονόητα, αυτά που ο κόσμος των μεγάλων αποσιωπά ή συγκαλύπτει από φόβο και ντροπή μπροστά στην αλήθεια. Μεγαλώνοντας, χάνουμε την αθωότητά μας, στηρίζουμε τις πεποιθήσεις και την ύπαρξή μας σε στερεότυπα και στερούμαστε την ικανοποίηση που μπορεί να μας προσφέρει η διαφορετικότητα. ΄Ένα βιβλίο που μας ανοίγει ένα παράθυρο για να αντιληφθούμε ότι αυτό που θεωρούμε διαφορετικό, απλά δεν προσπαθούμε να το καταλάβουμε.